υψηλός — υψηλός, ή, ό και ψηλός, ή, ό και αψηλός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει ύψος μεγαλύτερο από το κανονικό ή από άλλον με τον οποίο συγκρίνεται: Υψηλό ανάστημα. 2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας, ορεινός: Υψηλή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑψηλός — high masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… … Dictionary of Greek
ὑψηλά — ὑψηλός high neut nom/voc/acc pl ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc/acc dual ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλότερον — ὑψηλός high adverbial comp ὑψηλός high masc acc comp sg ὑψηλός high neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλοτάτων — ὑψηλός high fem gen superl pl ὑψηλός high masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλοτέραις — ὑψηλός high fem dat comp pl ὑψηλοτέρᾱͅς , ὑψηλός high fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλοτέρων — ὑψηλός high fem gen comp pl ὑψηλός high masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλοτέρως — ὑψηλός high adverbial comp ὑψηλός high masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλέστατον — ὑψηλός high masc acc superl sg ὑψηλός high neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλῶν — ὑψηλός high fem gen pl ὑψηλός high masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)